Δυνάμει της προσφάτως δημοσιευθείσας υπ’ αριθμ. 206/2024 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών έγινε δεκτή η αγωγή δύο μονίμων ακτινοφυσικών του ΕΣΥ που υπηρετούν στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν», οι οποίοι διεκδικούσαν δικαστικά, χρηματική αποζημίωση για πραγματοποιθείσες εφημερίες για τα έτη 2015 – 2016 τις οποίες αρνούνταν να τους καταβάλει το Νοσοκομείο.
Η ένδικη διαφορά ξεκίνησε με την κατάθεση αγωγής των ακτινοφυσικών το 2018. Το αντίδικο Νοσοκομείο υποστήριζε ότι τα διεκδικούμενα με την αγωγή ποσά αφορούν σε τακτικές εφημερίες οι οποίες δεν αποζημιώθηκαν διότι υπερέβαιναν τα όρια των τακτικών εφημεριών του επιστημονικού μη ιατρικού προσωπικού, που είχαν τεθεί με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου, με τις οποίες ενεργήθηκε προσαρμογή, σύμφωνα με το ποσό επιχορήγησης από το Υπουργείο Υγείας, στις κατά τα επίμαχα έτη οικονομικές δυνατότητες του νοσοκομείου βάσει των προϋπολογισμών των ετών 2015 – 2016.
Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αρίθμ. 10604/2022 προδικαστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την οποία υιοθέτησε πλήρως η υπ’ αριθμ. 206/2024 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας κρίθηκε ότι, στους ιατρούς και στα μέλη του επιστημονικού προσωπικού των νοσοκομείων που πραγματοποιούν εφημερίες, σύμφωνα με την επιβαλλόμενη εκ του νόμου υποχρέωσή τους, καταβάλλεται αποζημίωση, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις ενώ, κατά την έννοια του άρθρου 88 παρ. 1 του ν.2071/1992, η αποζημίωση καταβάλλεται για όλες τις πραγματοποιούμενες εφημερίες, χωρίς να τίθεται περιορισμός ως προς τον αριθμό τους. Άλλωστε, τέτοιος περιορισμός δεν επιβάλλεται ούτε από τη διάταξη του άρθρου 104 παρ. 2 του Συντάγματος, εφόσον η αποζημίωση για τις εφημερίες δεν αποτελεί «πρόσθετες αποδοχές», κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διάταξης, δηλαδή αποδοχές δεύτερης θέσης, αλλά αποδοχές για εργασία παρεχόμενη στα πλαίσια της κύριας οργανικής θέσης των ιατρών και των μελών του επιστημονικού προσωπικού του νοσοκομείου, μάλιστα δε υποχρεωτικά, κατά νόμο. Εξάλλου, η διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 45 του ν. 3205/2003, με την οποία τίθενται ανώτατα όρια στην αποζημίωση των ιατρών από εφημερίες, χωρίς συγχρόνως να ορίζεται και ανώτατο όριο των εφημεριών, τις οποίες είναι δυνατό να υποχρεωθούν οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. να πραγματοποιήσουν, είναι αντίθετη προς την προστατευόμενη από το άρθρο 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, διότι εισάγει αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση εις βάρος των ιατρών του Ε.Σ.Υ., οι οποίοι, σύμφωνα με τη σχετική επιβαλλόμενη από τη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 1 του ν. 2071/1992 υποχρέωσή τους, πραγματοποιούν εφημερίες, η αποζημίωση για τις οποίες υπερβαίνει κατά μήνα τις τακτικές τους αποδοχές ή τις μηνιαίες αποδοχές που αντιστοιχούν σε Εφέτη με 19 χρόνια υπηρεσίας, χωρίς την οικογενειακή παροχή, καθόσον θα λάβουν την ίδια αποζημίωση με ιατρούς του Ε.Σ.Υ., οι οποίοι πραγματοποίησαν λιγότερες εφημερίες, η αποζημίωση για τις οποίες δεν υπερβαίνει τα ανωτέρω όρια. Για τον ίδιο, άλλωστε, λόγο, είναι αντίθετη προς την, προστατευόμενη από το άρθρο 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητας και η ρύθμιση που εισήχθη με την προσθήκη (με την παρ. 1 του άρθρου 4 ν.3868/2010) της παρ. 11 στο άρθρο 45 του ν. 3205/2003, τόσο στην αρχική όσο και στην τροποποιηθείσα μορφή της, δεδομένου ότι ούτε με αυτήν ορίζεται ανώτατο όριο των εφημεριών, τις οποίες είναι δυνατόν να υποχρεωθούν να εκτελέσουν οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., αλλά μόνον ανώτατο όριο των εφημεριών για τις οποίες μπορούν να αποζημιωθούν. Επιπλέον, από το πλέγμα των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι στα μέλη του ιατρικού και του λοιπού επιστημονικού προσωπικού των νοσοκομείων, τα οποία πραγματοποιούν ενεργείς εφημερίες, σύμφωνα με την σχετική επιβαλλόμενη υποχρέωσή τους, καταβάλλεται η επίμαχη αμοιβή, η οποία καθορίζεται εν προκειμένω σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 3205/2003, υπόκειται δε το σχετικό καθήκον και δικαίωμά τους στην εξουσία της διοίκησης των νοσοκομείων, στην οποία ανήκει η αρμοδιότητα διαμόρφωσης και έγκρισης του προγράμματος εφημεριών. Και ναι μεν πράγματι, κατά την ενάσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας, δηλαδή της διαμόρφωσης και έγκρισης του προγράμματος εφημεριών, τα αρμόδια όργανα υποχρεούνται να προβαίνουν στην άσκηση αυτή, όχι αυθαιρέτως αλλά δεσμευόμενα από διαγεγραμμένα υπό του νόμου αντικειμενικά κριτήρια, ρυθμίζοντας με τέτοιο τρόπο την πραγματοποίησή τους, ώστε το τελικό πρόγραμμα εφημεριών των μελών του ιατρικού και του λοιπού επιστημονικού προσωπικού κάθε νοσοκομείου να εκτελείται μέσα στα όρια των πιστώσεων του προϋπολογισμού για το σκοπό αυτόν, όμως τα αρμόδια διοικητικά όργανα των νοσοκομείων δεν μπορούν να αρνηθούν την καταβολή της αμοιβής των ανωτέρω για εφημερίες τις οποίες, χωρίς αμφιβολία, πραγματοποίησαν και δη κατόπιν σχετικής έγκρισης, με μόνη την αιτιολογία ότι αυτές εκτελέστηκαν εκτός των ορίων των πιστώσεων του σχετικού προϋπολογισμού.
Σύμφωνα επιπλέον με την υπ΄ αριθ. 10604/2022 προδικαστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία υιοθέτησε πλήρως η υπ’ αριθμ. 206/2024 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, αφού ελήφθη υπόψη ότι α) το εναγόμενο νοσοκομείο δεν αμφισβητεί την πραγματοποίηση των επίμαχων εφημεριών από τους ενάγοντες και τη μη λήψη, από αυτούς, του συνόλου της νόμιμης αποζημίωσης, για τις εφημερίες αυτές, β) ως “πρόσθετες αποδοχές”, στις οποίες αναφέρεται η παρ. 2 του άρθρου 104 του Συντάγματος, νοούνται οι αποδοχές από δεύτερη θέση, και σε αυτές δεν εμπίπτουν οι καταβαλλόμενες, για την πραγματοποίηση εφημεριών, αποζημιώσεις, διότι αυτές αποτελούν αποδοχές για εργασία παρεχόμενη στα πλαίσια της κύριας οργανικής θέσης των μελών του Ε.Σ.Υ., μάλιστα δε υποχρεωτικά κατά νόμο, γ) οι διατάξεις των παραγράφων 9 και 11 του άρθρου 45 του ν. 3205/2003, κατά το μέρος που θέτουν ανώτατα όρια στην αποζημίωση των μελών του προσωπικού των νοσοκομείων από εφημερίες, χωρίς συγχρόνως να ορίζουν και ανώτατο όριο των εφημεριών, τις οποίες είναι δυνατό να υποχρεωθούν οι ανωτέρω να πραγματοποιήσουν, είναι αντίθετες προς την προστατευόμενη από το άρθρο 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητας και, ως εκ τούτου, είναι μη εφαρμοστέες, και δ) η έλλειψη των απαραιτήτων πιστώσεων ή η αδυναμία τροποποίησης του προϋπολογισμού του νοσοκομείου δεν αναιρεί την υποχρέωσή του να καταβάλει, στο διενεργήσαν εφημερίες μέλος του, τα οφειλόμενα, κρίθηκε ότι μη νομίμως, ακόμη και καθ’ υπέρβαση των εκ του νόμου τιθέμενων ορίων, δεν καταβλήθηκε στους ενάγοντες το σύνολο των προβλεπόμενων αποδοχών για τις εφημερίες που αυτοί πραγματοποίησαν, σύμφωνα με την επιβαλλόμενη εκ του νόμου υποχρέωσή τους και με βάση το πρόγραμμα που η διοίκηση του νοσοκομείου διαμόρφωσε.
Με αυτό το σκεπτικό η υπ’ αριθμ. 206/2024 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου Νοσοκομείου να καταβάλει στους εναγόμενους, ως διαφορά αποζημίωσης εφημεριών, τα αιτούμενα από αυτούς στην αγωγή, χρηματικά ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής (στις 27-04-2018) έως την πλήρη εξόφληση.